ψηλαφώ — και ψηλαφάω ψηλάφησα, ψηλαφήθηκα, ψηλαφημένος 1. εγγίζω κάτι με τις άκρες των δαχτύλων, ψηλαφίζω, ψαχουλεύω. 2. ψάχνω, προσπαθώ να βρω κάτι με την αφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαφῶ — ψηλαφάω feel pres imperat mp 2nd sg ψηλαφάω feel pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ψηλαφάω feel pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ψηλαφάω feel pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ψηλαφάω feel pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρακταΐζω — Μ 1. λευκαίνω 2. εξετάζω κάτι με το χέρι, ψηλαφώ 3. μτφ. εξετάζω μια υπόθεση, ερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «λευκαίνω» < τρακτός*, ενώ με τη σημ. «χειρίζομαι, ψηλαφώ» < λατ. tracto «μεταχειρίζομαι, ψηλαφώ»] … Dictionary of Greek
αμφαφάω — ἀμφαφάω και ομαι (ΑΜ) 1. ψαύω, ψηλαφώ, αγγίζω 2. πιάνω, παίρνω στα χέρια μου 3. (για πρόσωπα) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + επικ. ρ. ἁφάω «ψηλαφώ»] … Dictionary of Greek
περιψαύω — Α ψηλαφώ κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ψαύω «ψηλαφώ»] … Dictionary of Greek
συμψηλαφώ — άω, Μ [ψηλαφῶ] ψηλαφώ μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
ψηλαφίζω — ΝΑ ψηλαφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
Tsakonisch — Zweisprachiges Schild (Tsakonisch Griechisch) in Leonidi … Deutsch Wikipedia